- καινοθηρώ
- [καινοθήρας]1. κυνηγώ, επιδιώκω νέα πράγματα, νέες καταστάσεις2. περιφρονώ την παράδοση και γενικά ό,τι αναφέρεται στο παρελθόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καινοθηρία — η 1. η επιδίωξη νέων πραγμάτων, νέων ειδήσεων, η τάση για νεωτερισμό 2. η άκριτη περιφρόνηση τής παράδοσης και γενικά τού παρελθόντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινοθηρώ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. reportage … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek